απαίδευτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαίδευτος η απαίδευτη το απαίδευτο
      γενική του απαίδευτου της απαίδευτης του απαίδευτου
    αιτιατική τον απαίδευτο την απαίδευτη το απαίδευτο
     κλητική απαίδευτε απαίδευτη απαίδευτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαίδευτοι οι απαίδευτες τα απαίδευτα
      γενική των απαίδευτων των απαίδευτων των απαίδευτων
    αιτιατική τους απαίδευτους τις απαίδευτες τα απαίδευτα
     κλητική απαίδευτοι απαίδευτες απαίδευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

  1. απαίδευτος < αρχαία ελληνική ἀπαίδευτος
  2. απαίδευτος < α- στερητικό + παιδεύω + κατάληξη ρηματικού επιθέτου -τος

Επίθετο

απαίδευτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει λάβει επαρκή παιδεία
     συνώνυμα: ακαλλιέργητος, αμόρφωτος, ανεκπαίδευτος, απαιδαγώγητος
     αντώνυμα: εκπαιδευμένος, μορφωμένος, παιδαγωγημένος, πεπαιδευμένος
  2. (προφορικό) που δεν έχει παιδευτεί, δεν έχει βασανιστεί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.