γραμματιζούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γραμματιζούμενος | η | γραμματιζούμενη | το | γραμματιζούμενο |
| γενική | του | γραμματιζούμενου | της | γραμματιζούμενης | του | γραμματιζούμενου |
| αιτιατική | τον | γραμματιζούμενο | τη | γραμματιζούμενη | το | γραμματιζούμενο |
| κλητική | γραμματιζούμενε | γραμματιζούμενη | γραμματιζούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γραμματιζούμενοι | οι | γραμματιζούμενες | τα | γραμματιζούμενα |
| γενική | των | γραμματιζούμενων | των | γραμματιζούμενων | των | γραμματιζούμενων |
| αιτιατική | τους | γραμματιζούμενους | τις | γραμματιζούμενες | τα | γραμματιζούμενα |
| κλητική | γραμματιζούμενοι | γραμματιζούμενες | γραμματιζούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γραμματιζούμενος < (ελληνιστική κοινή) γραμματίζω
Μετοχή
γραμματιζούμενος, -η, -ο
- ο μορφωμένος, ο γραμματισμένος (με ελαφρώς ειρωνική απόχρωση κάποτε)
Μεταφράσεις
γραμματιζούμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.