πρόζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πρόζα | οι | πρόζες |
| γενική | της | πρόζας | — | |
| αιτιατική | την | πρόζα | τις | πρόζες |
| κλητική | πρόζα | πρόζες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
πρόζα θηλυκό
- η πεζογραφία, ο πεζός λόγος
- οι διάλογοι σε θεατρικό έργο με μουσικοχορευτικά μέρη
- (μεταφορικά) λόγος με σκέρτσο και θεατρικότητα (π.χ. λεκτικός αυτοσχεδιασμός επί σκηνής)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.