πρόζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόζα οι πρόζες
      γενική της πρόζας
    αιτιατική την πρόζα τις πρόζες
     κλητική πρόζα πρόζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική prosa < λατινική prosa (oratio) < prorsa, θηλυκό του prorsus < παλαιά λατινική prōvorsus < pro- + vorsus < verto

Ουσιαστικό

πρόζα θηλυκό

  1. η πεζογραφία, ο πεζός λόγος
  2. οι διάλογοι σε θεατρικό έργο με μουσικοχορευτικά μέρη
  3. (μεταφορικά) λόγος με σκέρτσο και θεατρικότητα (π.χ. λεκτικός αυτοσχεδιασμός επί σκηνής)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.