παχύμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παχύμετρο τα παχύμετρα
      γενική του παχύμετρου
& παχυμέτρου
των παχύμετρων
& παχυμέτρων
    αιτιατική το παχύμετρο τα παχύμετρα
     κλητική παχύμετρο παχύμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παχύμετρο < παχυ- + -μετρο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pachymeter < αρχαία ελληνική παχύς + μέτρον)

Ουσιαστικό

παχύμετρο ουδέτερο

  1. (γενικότερα) κάθε εργαλείο έτσι κατασκευασμένο ώστε να διευκολύνεται η μέτρηση του πάχους ενός αντικειμένου
  2. (ειδικότερα) επίμηκες εργαλείο μέτρησης πάχους με βερνιέρο
     συνώνυμα: διαστημόμετρο
  3. (ιατρική) εξειδικευμένο εργαλείο μέτρησης του πάχους του κερατοειδούς χιτώνα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.