παχύμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παχύμετρο | τα | παχύμετρα |
| γενική | του | παχύμετρου & παχυμέτρου |
των | παχύμετρων & παχυμέτρων |
| αιτιατική | το | παχύμετρο | τα | παχύμετρα |
| κλητική | παχύμετρο | παχύμετρα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παχύμετρο < παχυ- + -μετρο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pachymeter < αρχαία ελληνική παχύς + μέτρον)
Ουσιαστικό
παχύμετρο ουδέτερο
- (γενικότερα) κάθε εργαλείο έτσι κατασκευασμένο ώστε να διευκολύνεται η μέτρηση του πάχους ενός αντικειμένου
- (ειδικότερα) επίμηκες εργαλείο μέτρησης πάχους με βερνιέρο
- ≈ συνώνυμα: διαστημόμετρο
- (ιατρική) εξειδικευμένο εργαλείο μέτρησης του πάχους του κερατοειδούς χιτώνα
Συγγενικά
- παχυμέτρηση
- παχυμετρία
- → δείτε τις λέξεις πάχος, παχύς και μέτρο
Μεταφράσεις
εργαλείο μέτρησης του πάχους
εργαλείο μέτρησης του πάχους του κερατοειδούς χιτώνα
διαστημόμετρο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.