παχυμέτρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παχυμέτρηση | οι | παχυμετρήσεις |
| γενική | της | παχυμέτρησης* | των | παχυμετρήσεων |
| αιτιατική | την | παχυμέτρηση | τις | παχυμετρήσεις |
| κλητική | παχυμέτρηση | παχυμετρήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, παχυμετρήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παχυμέτρηση < παχυ- + μέτρηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pachymetry)
Μεταφράσεις
παχυμέτρηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.