οικοδέσποινα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικοδέσποινα οι οικοδέσποινες
      γενική της οικοδέσποινας των οικοδεσποινών
    αιτιατική την οικοδέσποινα τις οικοδέσποινες
     κλητική οικοδέσποινα οικοδέσποινες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οικοδέσποινα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἰκοδέσποινα < θηλυκό του οἰκοδεσπότης[1]  δείτε τις λέξεις οἶκος και δέσποινα

Ουσιαστικό

οικοδέσποινα θηλυκό (αρσενικό: οικοδεσπότης)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.