παλάσκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλάσκα οι παλάσκες
      γενική της παλάσκας των (παλασκών)
    αιτιατική την παλάσκα τις παλάσκες
     κλητική παλάσκα παλάσκες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλάσκα < (άμεσο δάνειο) τουρκική palaska < αρχαία γερμανική flaska

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈla.ska/

Ουσιαστικό

παλάσκα θηλυκό

  1. θήκη φυσιγγίων, φυσιγγιοθήκη
  2. κυνηγετικός σάκος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.