παστίτσιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παστίτσιο | τα | παστίτσια |
| γενική | του | παστίτσιου | των | παστίτσιων |
| αιτιατική | το | παστίτσιο | τα | παστίτσια |
| κλητική | παστίτσιο | παστίτσια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ένα κομμάτι παστίτσιο.
Ετυμολογία
- παστίτσιο < (άμεσο δάνειο) ιταλική pasticcio < δημώδης λατινική *pasticium < λατινική pasta < ελληνιστική κοινή παστά, ουδέτερο του παστός < αρχαία ελληνική πάσσω (αντιδάνειο) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈsti.t͡sço/ & /paˈsti.t͡si̯o/ η ιταλική προφορά: /pasˈtit.t͡ʃo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐στί‐τσιο
Ουσιαστικό
παστίτσιο ουδέτερο
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.