παστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παστός η παστή το παστό
      γενική του παστού της παστής του παστού
    αιτιατική τον παστό την παστή το παστό
     κλητική παστέ παστή παστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παστοί οι παστές τα παστά
      γενική των παστών των παστών των παστών
    αιτιατική τους παστούς τις παστές τα παστά
     κλητική παστοί παστές παστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
παστά ψάρια σε ιχθυοπωλείο

Ετυμολογία

παστός < αρχαία ελληνική παστός

Επίθετο

παστός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • τον έκανε παστό στο ξύλο: τον χτύπησε πολύ
     συνώνυμα: τον έκανε μαύρο στο ξύλο

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

παστός < πάσσω

Ουσιαστικό

παστός αρσενικό και παστάς

  1. η παστάδα

Συγγενικά

  • παστόω

Επίθετο

παστός

  1. παστός

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.