παστίς
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παστίς < (λόγιο δάνειο) γαλλική pastiche < ιταλική pasticcio < αρχαία ελληνική παστός: αντιδάνειο. Αναδανεισμός του παστίτσιο (δείτε την ετυμολογία του)
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈstis/, γαλλική προφορά: /pas.tiʃ/
Ουσιαστικό
παστίς ουδέτερο άκλιτο
- (γαλλισμός), → δείτε και τη λέξη παστίτσιο κατά τον ιταλικό όρο: συγκόλληση:
- (μουσική) όπερα (ή άλλο μουσικό είδος) που γράφεται από δύο ή περισσότερους συνθέτες (ή με συρραφή παλαιότερων έργων του ίδιου συνθέτη), συνήθως με χιουμοριστικό ή ειρωνικό τρόπο
- (λογοτεχνικό, τέχνη) έργο που προσπαθεί να μιμηθεί το ύφος ενός καλλιτέχνη, με σκοπό τη σάτιρα ή την παρωδία
Συνώνυμα
- παστίτσιο (από τον ιταλικό όρο, κυρίως για όπερες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.