παστιτσάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παστιτσάδα | οι | παστιτσάδες |
| γενική | της | παστιτσάδας | των | παστιτσάδων |
| αιτιατική | την | παστιτσάδα | τις | παστιτσάδες |
| κλητική | παστιτσάδα | παστιτσάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παστιτσάδα < παστίτσ(ιο) + -άδα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.stiˈt͡sa.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐στι‐τσά‐δα
Ουσιαστικό
παστιτσάδα θηλυκό
- (γαστρονομία) πιάτο της Κέρκυρας με κοκκινιστό κρέας ή κοτόπουλο το οποίο συνοδεύεται από χοντρά μακαρόνια
- ※ Στις ατέλειωτες οδοιπορίες ονειρευόμουν μια κερκυραϊκή παστιτσάδα με μπόλικη σάλτσα και τυρί, αλλά εκείνη τη στιγμή μπορούσα να συμβιβαστώ και με μια απλή ισπανική μακαρονάδα! (Θωμάς Λινός, Το κρυφό μονοπάτι, (Αθήνα: ιδιωτική έκδοση, 2009), σελ. 177)
Μεταφράσεις
παστιτσάδα
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.