κιμάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κιμάς | οι | κιμάδες |
| γενική | του | κιμά | των | κιμάδων |
| αιτιατική | τον | κιμά | τους | κιμάδες |
| κλητική | κιμά | κιμάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

κιμάς
Ετυμολογία
- κιμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kıyma + -ς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈmas/
Εκφράσεις
- θα σε κάνω κιμά: θα σε δείρω ή θα σε πλήξω οικονομικά-κοινωνικά
- έγινε κιμάς: για θανάσιμο τραύμα που παραμόρφωσε ανεπανόρθωτα το σώμα
- ή ταν ή επι τας ή κιμάς: για εξαϋλωμένο πτώμα στρατιώτη, ή για χαμένους νεκρούς (όταν δεν υπάρχει πτώμα και δεν ισχύει πρακτικά το αρχαίο ρητό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.