γνωστότατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γνωστότατος η γνωστότατη το γνωστότατο
      γενική του γνωστότατου της γνωστότατης του γνωστότατου
    αιτιατική τον γνωστότατο τη γνωστότατη το γνωστότατο
     κλητική γνωστότατε γνωστότατη γνωστότατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γνωστότατοι οι γνωστότατες τα γνωστότατα
      γενική των γνωστότατων των γνωστότατων των γνωστότατων
    αιτιατική τους γνωστότατους τις γνωστότατες τα γνωστότατα
     κλητική γνωστότατοι γνωστότατες γνωστότατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γνωστότατος, υπερθετικός βαθμός του γνωστός

Επίθετο

γνωστότατος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.