παρρησιαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρρησιαστικός η παρρησιαστική το παρρησιαστικό
      γενική του παρρησιαστικού της παρρησιαστικής του παρρησιαστικού
    αιτιατική τον παρρησιαστικό την παρρησιαστική το παρρησιαστικό
     κλητική παρρησιαστικέ παρρησιαστική παρρησιαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρρησιαστικοί οι παρρησιαστικές τα παρρησιαστικά
      γενική των παρρησιαστικών των παρρησιαστικών των παρρησιαστικών
    αιτιατική τους παρρησιαστικούς τις παρρησιαστικές τα παρρησιαστικά
     κλητική παρρησιαστικοί παρρησιαστικές παρρησιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παρρησιαστικός < αρχαία ελληνική παρρησιαστικός < παρρησιάζομαι < παρρησία < πᾶς + ῥῆσις

Επίθετο

παρρησιαστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.