παρονομαστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παρονομαστής | οι | παρονομαστές |
| γενική | του | παρονομαστή | των | παρονομαστών |
| αιτιατική | τον | παρονομαστή | τους | παρονομαστές |
| κλητική | παρονομαστή | παρονομαστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρονομαστής < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dénominateur
Ουσιαστικό
παρονομαστής αρσενικό
- (μαθηματικά) το ένα από τα δύο μέρη του κλάσματος (το κάτω από τη γραμμή του απλού κλάσματος), ο αριθμός που εκφράζει σε πόσα μέρη διαιρείται κάτι.
- (μεταφορικά) η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε
- είμαστε στον ίδιο παρονομαστή (δεν αλλάζει κάτι προς το καλύτερο, κάτι παραπάνω)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τμήμα κλάσματος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.