αριθμητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αριθμητής οι αριθμητές
      γενική του αριθμητή των αριθμητών
    αιτιατική τον αριθμητή τους αριθμητές
     κλητική αριθμητή αριθμητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αριθμητής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αριθμητής αρσενικό

  • (μαθηματικά) ο όρος του κλάσματος που βρίσκεται πάνω από τη γραμμή
    στο κλάσμα: , ο είναι ο αριθμητής και ο ο παρονομαστής

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αριθμητής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.