παρόνομα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρόνομα τα παρονόματα
      γενική του παρονόματος των παρονομάτων
    αιτιατική το παρόνομα τα παρονόματα
     κλητική παρόνομα παρονόματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρόνομα < παρα- + όνομα ((μεταφραστικό δάνειο) λατινική cognomen)

Ουσιαστικό

παρόνομα ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) επώνυμο
  2. (σπάνιο) παρατσούκλι, παρανόμι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.