παρόνομα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παρόνομα | τα | παρονόματα |
| γενική | του | παρονόματος | των | παρονομάτων |
| αιτιατική | το | παρόνομα | τα | παρονόματα |
| κλητική | παρόνομα | παρονόματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρόνομα < παρα- + όνομα ((μεταφραστικό δάνειο) λατινική cognomen)
Μεταφράσεις
παρόνομα
|
→ δείτε τις λέξεις επώνυμο και παρατσούκλι |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.