παρκετίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρκετίνη | οι | παρκετίνες |
| γενική | της | παρκετίνης | των | παρκετινών |
| αιτιατική | την | παρκετίνη | τις | παρκετίνες |
| κλητική | παρκετίνη | παρκετίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /paɾ.ceˈti.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παρ‐κε‐τί‐νη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παρκέ
Μεταφράσεις
παρκετίνη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.