παρκέτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παρκέτο | τα | παρκέτα |
| γενική | του | παρκέτου | των | παρκέτων |
| αιτιατική | το | παρκέτο | τα | παρκέτα |
| κλητική | παρκέτο | παρκέτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρκέτο < ιταλική parchetto[1] < γαλλική parquet < parc + -et < παλαιά γαλλική parc < μεσαιωνική λατινική parcus / parricus < φραγκική *parrik (περικλείω) < πρωτογερμανική *parrukaz (περικλείω, περιφράσσω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)par- (κούτσουρο, δοκάρι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /paɾˈce.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παρ‐κέ‐το
Μεταφράσεις
παρκέτο
|
|
- παρκετάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.