παρκετάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρκετάρισμα τα παρκεταρίσματα
      γενική του παρκεταρίσματος των παρκεταρισμάτων
    αιτιατική το παρκετάρισμα τα παρκεταρίσματα
     κλητική παρκετάρισμα παρκεταρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρκετάρισμα < παρκετάρω + -ισμα

Ουσιαστικό

παρκετάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.