παρκεταρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρκεταρισμένος | η | παρκεταρισμένη | το | παρκεταρισμένο |
| γενική | του | παρκεταρισμένου | της | παρκεταρισμένης | του | παρκεταρισμένου |
| αιτιατική | τον | παρκεταρισμένο | την | παρκεταρισμένη | το | παρκεταρισμένο |
| κλητική | παρκεταρισμένε | παρκεταρισμένη | παρκεταρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρκεταρισμένοι | οι | παρκεταρισμένες | τα | παρκεταρισμένα |
| γενική | των | παρκεταρισμένων | των | παρκεταρισμένων | των | παρκεταρισμένων |
| αιτιατική | τους | παρκεταρισμένους | τις | παρκεταρισμένες | τα | παρκεταρισμένα |
| κλητική | παρκεταρισμένοι | παρκεταρισμένες | παρκεταρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
παρκεταρισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.