interférence

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
interférence interférences

Ουσιαστικό

interférence (fr) θηλυκό

  1. (φυσική) φαινόμενο που εμφανίζεται δια της συσσώρευσης ταλαντώσεων ίδιας φύσης και ίδιας συχνότητας
  2. η αθέμιτη αλληλεπίδραση, η ανάμιξη σε κάτι ξένο, η σύζευξη παραγόντων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.