interférence
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| interférence | interférences |
Ουσιαστικό
interférence (fr) θηλυκό
- (φυσική) φαινόμενο που εμφανίζεται δια της συσσώρευσης ταλαντώσεων ίδιας φύσης και ίδιας συχνότητας
- η αθέμιτη αλληλεπίδραση, η ανάμιξη σε κάτι ξένο, η σύζευξη παραγόντων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.