παραρρίνιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραρρίνιος | η | παραρρίνια | το | παραρρίνιο |
| γενική | του | παραρρίνιου | της | παραρρίνιας | του | παραρρίνιου |
| αιτιατική | τον | παραρρίνιο | την | παραρρίνια | το | παραρρίνιο |
| κλητική | παραρρίνιε | παραρρίνια | παραρρίνιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραρρίνιοι | οι | παραρρίνιες | τα | παραρρίνια |
| γενική | των | παραρρίνιων | των | παραρρίνιων | των | παραρρίνιων |
| αιτιατική | τους | παραρρίνιους | τις | παραρρίνιες | τα | παραρρίνια |
| κλητική | παραρρίνιοι | παραρρίνιες | παραρρίνια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραρρίνιος < παρα- + ρίνα + -ιος < αρχαία ελληνική ῥίς ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική paranasal)
- Διαφορετικό το αρχαίο παραρρινάω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈɾi.ni.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ραρ‐ρί‐νι‐ος
- ομόηχο: παραρρήνιος
Επίθετο
παραρρίνιος, α, ο
- ιγμόριο
Μεταφράσεις
παραρρίνιος
|
paranasal (en) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.