παλάντζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παλάντζα | οι | παλάντζες |
| γενική | της | παλάντζας | των | (παλαντζών) |
| αιτιατική | την | παλάντζα | τις | παλάντζες |
| κλητική | παλάντζα | παλάντζες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Παλάντζα (χωρίς το δίσκο) κρεμασμένη στον τοίχο.
Ετυμολογία
- παλάντζα < (άμεσο δάνειο) βενετική balanza με αποηχηροποίηση του [b] > [p]. Συγκρίνετε με το μπαλάντζα. [1] < μεσαιωνική λατινική balantia < λατινική bilanx < bi- + lanx
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈlan.d͡za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λά‐ντζα
Ουσιαστικό
παλάντζα θηλυκό
Συγγενικά
- μπαλαντζάρω / παλαντζάρω
- μπαλαντζάρισμα / παλαντζάρισμα
Αναφορές
- παλάντζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.