παλαντζάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παλαντζάρω < παλάντζα + -άρω < βενετική balanza < μεσαιωνική λατινική balantia < λατινική bilanx < bi- +‎ lanx

Ρήμα

παλαντζάρω

  1. (κυριολεκτικά) δεν έχω ισορροπία και γέρνω πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη πλευρά
  2. (μεταφορικά) δεν έχω σταθερή γνώμη, υποστηρίζω πότε το ένα και πότε το άλλο ανάλογα με τις περιστάσεις και σύμφωνα με το συμφέρον μου

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.