παλαντζάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ρήμα
παλαντζάρω
- (κυριολεκτικά) δεν έχω ισορροπία και γέρνω πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη πλευρά
- (μεταφορικά) δεν έχω σταθερή γνώμη, υποστηρίζω πότε το ένα και πότε το άλλο ανάλογα με τις περιστάσεις και σύμφωνα με το συμφέρον μου
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παλάντζα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
παλαντζάρω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.