παλαντζάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παλαντζάρισμα | τα | παλαντζαρίσματα |
| γενική | του | παλαντζαρίσματος | των | παλαντζαρισμάτων |
| αιτιατική | το | παλαντζάρισμα | τα | παλαντζαρίσματα |
| κλητική | παλαντζάρισμα | παλαντζαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παλαντζάρισμα < παλαντζάρω + -ισμα
- μπαλαντζάρισμα
Μεταφράσεις
παλαντζάρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.