πισωκολλητό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πισωκολλητό | τα | πισωκολλητά |
| γενική | του | πισωκολλητού | των | πισωκολλητών |
| αιτιατική | το | πισωκολλητό | τα | πισωκολλητά |
| κλητική | πισωκολλητό | πισωκολλητά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Πισωκολλητό
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.so.ko.liˈto/
Ουσιαστικό
πισωκολλητό ουδέτερο
Μεταφράσεις
πισωκολλητό
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.