πειρασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πειρασμός | οι | πειρασμοί |
| γενική | του | πειρασμού | των | πειρασμών |
| αιτιατική | τον | πειρασμό | τους | πειρασμούς |
| κλητική | πειρασμέ | πειρασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πειρασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πειρασμός < αρχαία ελληνική πειράζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.ɾaˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πει‐ρα‐σμός
Ουσιαστικό
πειρασμός αρσενικό
- η πρόκληση να κάνεις κάτι, ιδιαίτερα κάτι που συνεπάγεται ηδονή και είναι απαγορευμένο
- το αντικείμενο αυτής της πρόκλησης
- ↪ Αυτό το παγωτό είναι ένας γλυκός πειρασμός.
Μεταφράσεις
πειρασμός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πειρασμός | οἱ | πειρασμοί | ||||
| γενική | τοῦ | πειρασμοῦ | τῶν | πειρασμῶν | ||||
| δοτική | τῷ | πειρασμῷ | τοῖς | πειρασμοῖς | ||||
| αιτιατική | τὸν | πειρασμόν | τοὺς | πειρασμούς | ||||
| κλητική ὦ! | πειρασμέ | πειρασμοί | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πειρασμώ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | πειρασμοῖν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πειρασμός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πειράζω, πειρασ- + -μός
Πηγές
- πειρασμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πειρασμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.