pick

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
pick picks

pick (en)

  1. ο κασμάς
  2. λεπτό εργαλείο για το άνοιγμα κλειδαριάς χωρίς το κλειδί
     συνώνυμα: lockpick
  3. (μουσική) το πλήκτρο, η πένα
     συνώνυμα: plectrum
  4. η επιλογή
     συνώνυμα: choice
  5. είδους χτένα με λίγα μεγάλα δόντια

Ρήμα

ενεστώτας pick
γ΄ ενικό ενεστώτα picks
αόριστος picked
παθητική μετοχή picked
ενεργητική μετοχή picking

pick (en)

  1. επιλέγω, διαλέγω
     συνώνυμα: choose
  2. συλλέγω, μαζεύω (λουλούδια, φρούτα κλπ.)
  3. (μουσική) χρησιμοποιώ πλήκτρο για να χτυπήσω χορδή
  4. σκαλίζω (τη μύτη)

Παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.