κονδυλοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κονδυλοφόρος | οι | κονδυλοφόροι |
| γενική | του | κονδυλοφόρου | των | κονδυλοφόρων |
| αιτιατική | τον | κονδυλοφόρο | τους | κονδυλοφόρους |
| κλητική | κονδυλοφόρε | κονδυλοφόροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κονδυλοφόρος < μεσαιωνική ελληνική κονδύλι(ν) + -ο- + φόρος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική porte-plume[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /konðiloˈfoɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κον‐δυ‐λο‐φό‐ρος
Ουσιαστικό
κονδυλοφόρος αρσενικό
- ξύλινο ή μεταλλικό όργανο γραφής (παλαιότερων εποχών) με προσαρμοσμένη πένα στην άκρη του
- (μεταφορικά, μειωτικό) (αργυρώνητος) δημοσιογράφος
Μεταφράσεις
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κονδυλοφόρος | η | κονδυλοφόρα | το | κονδυλοφόρο |
| γενική | του | κονδυλοφόρου | της | κονδυλοφόρας | του | κονδυλοφόρου |
| αιτιατική | τον | κονδυλοφόρο | την | κονδυλοφόρα | το | κονδυλοφόρο |
| κλητική | κονδυλοφόρε | κονδυλοφόρα | κονδυλοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κονδυλοφόροι | οι | κονδυλοφόρες | τα | κονδυλοφόρα |
| γενική | των | κονδυλοφόρων | των | κονδυλοφόρων | των | κονδυλοφόρων |
| αιτιατική | τους | κονδυλοφόρους | τις | κονδυλοφόρες | τα | κονδυλοφόρα |
| κλητική | κονδυλοφόροι | κονδυλοφόρες | κονδυλοφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
κονδυλοφόρος
|
|
- κονδυλοφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.