quill

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

quill (en)

  1. κύριο πτητικό φτερό, συνήθως: πρωτεύον ερετικό φτερό
    (ενικός: remex, πληθυντικός: remiges)
    • πένα
  2. αγκάθι σκατζόχοιρου, ακανθόχοιρου κτλ.
    χοντρή αμυντική τρίχα θηλαστικού συνήθως κενή στο εσωτερικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.