quill

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
quill (en)
- κύριο πτητικό φτερό, συνήθως: πρωτεύον ερετικό φτερό
- (ενικός: remex, πληθυντικός: remiges)
- πένα
- αγκάθι σκατζόχοιρου, ακανθόχοιρου κτλ.
- χοντρή αμυντική τρίχα θηλαστικού συνήθως κενή στο εσωτερικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.