οχλοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οχλοκρατία | οι | οχλοκρατίες |
| γενική | της | οχλοκρατίας | των | οχλοκρατιών |
| αιτιατική | την | οχλοκρατία | τις | οχλοκρατίες |
| κλητική | οχλοκρατία | οχλοκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οχλοκρατία < ελληνιστική κοινή ὀχλοκρατία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ochlocratie[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ochlocracy[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.xlo.kɾaˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐χλο‐κρα‐τί‐α
Ουσιαστικό
οχλοκρατία θηλυκό
- (πολιτική) η πολιτική κατάσταση κατά την οποία η εξουσία βρίσκεται στα χέρια του όχλου, των μαζών, διαλύοντας έτσι τη δημοκρατία
- (πολιτική, ιστορία) ο Αριστοτέλης θεωρεί την οχλοκρατία ως παρέκβαση του δημοκρατικού πολιτεύματος (Αριστοτέλης, Πολιτικά, Γʹ, 1279a—1279b)
Συγγενικά
- οχλοκρατικά
- οχλοκρατικός
- οχλοκρατικώς
- οχλοκρατούμαι
- οχλοκρατούμενος
- → δείτε τις λέξεις όχλος και κράτος
Μεταφράσεις
οχλοκρατία
|
- οχλοκρατία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.