οχλοκρατούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οχλοκρατούμενος η οχλοκρατούμενη το οχλοκρατούμενο
      γενική του οχλοκρατούμενου της οχλοκρατούμενης του οχλοκρατούμενου
    αιτιατική τον οχλοκρατούμενο την οχλοκρατούμενη το οχλοκρατούμενο
     κλητική οχλοκρατούμενε οχλοκρατούμενη οχλοκρατούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οχλοκρατούμενοι οι οχλοκρατούμενες τα οχλοκρατούμενα
      γενική των οχλοκρατούμενων των οχλοκρατούμενων των οχλοκρατούμενων
    αιτιατική τους οχλοκρατούμενους τις οχλοκρατούμενες τα οχλοκρατούμενα
     κλητική οχλοκρατούμενοι οχλοκρατούμενες οχλοκρατούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

οχλοκρατούμενος

Πηγές

  • οχλοκρατούμενος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.