παρέκβαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρέκβαση οι παρεκβάσεις
      γενική της παρέκβασης* των παρεκβάσεων
    αιτιατική την παρέκβαση τις παρεκβάσεις
     κλητική παρέκβαση παρεκβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρεκβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρέκβαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρέκβα(σις) + -ση [1] < παρεκβαίνω. Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + εκ- + βάση.

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈɾek.va.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρέκβαση

Ουσιαστικό

παρέκβαση θηλυκό

  1. η απομάκρυνση κάποιου ομιλητή ή συγγραφέα από το κυρίως θέμα του
    Θα μου επιτρέψετε να κάνω μια μικρή παρέκβαση και να αναφερθώ σε άλλες πηγές.
  2. (μεταφορικά) η απομάκρυνση, η παρεκτροπή από το δρόμο μου
    Κατά τον Αριστοτέλη, παρέκβαση της Δημοκρατίας είναι η οχλοκρατία.

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. παρέκβαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. παρέκβαση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.