οχλοκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οχλοκρατικός | η | οχλοκρατική | το | οχλοκρατικό |
| γενική | του | οχλοκρατικού | της | οχλοκρατικής | του | οχλοκρατικού |
| αιτιατική | τον | οχλοκρατικό | την | οχλοκρατική | το | οχλοκρατικό |
| κλητική | οχλοκρατικέ | οχλοκρατική | οχλοκρατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οχλοκρατικοί | οι | οχλοκρατικές | τα | οχλοκρατικά |
| γενική | των | οχλοκρατικών | των | οχλοκρατικών | των | οχλοκρατικών |
| αιτιατική | τους | οχλοκρατικούς | τις | οχλοκρατικές | τα | οχλοκρατικά |
| κλητική | οχλοκρατικοί | οχλοκρατικές | οχλοκρατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οχλοκρατικός < οχλοκρατία + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ochlocratic[1] / ochlocratical[1])
Μεταφράσεις
οχλοκρατικός
- οχλοκρατικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.