ουδός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ουδός | οι | ουδοί |
| γενική | του | ουδού | των | ουδών |
| αιτιατική | τον | ουδό | τους | ουδούς |
| κλητική | ουδέ | ουδοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ουδός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οὐδός αρσενικό (το κατώφλι) < άγνωστης ετυμολογίας (δε σχετίζεται το θηλυκό ὁδός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /uˈðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐δός
Ουσιαστικό
ουδός αρσενικό
- (λόγιο, ψυχολογία, ιατρική, φυσιολογία) η ελάχιστη τιμή, ισχύς, ποσότητα (ανάλογα με το πεδίο αναφοράς) ενός ερεθίσματος, μιας μεταβολής, μιας ουσίας, προκειμένου κάτι να γίνει αντιληπτό, ανιχνεύσιμο, να προκαλέσει επίδραση· (κυριολεκτικά) το κατώφλι
- ↪ oυδός ανίχνευσης, απέκκρισης, πόνου, πυροδότησης, συνείδησης
Μεταφράσεις
ουδός
|
→ δείτε τη λέξη κατώφλι |
Πηγές
- ουδός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.