ορμέμφυτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ορμέμφυτος | η | ορμέμφυτη | το | ορμέμφυτο |
| γενική | του | ορμέμφυτου | της | ορμέμφυτης | του | ορμέμφυτου |
| αιτιατική | τον | ορμέμφυτο | την | ορμέμφυτη | το | ορμέμφυτο |
| κλητική | ορμέμφυτε | ορμέμφυτη | ορμέμφυτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ορμέμφυτοι | οι | ορμέμφυτες | τα | ορμέμφυτα |
| γενική | των | ορμέμφυτων | των | ορμέμφυτων | των | ορμέμφυτων |
| αιτιατική | τους | ορμέμφυτους | τις | ορμέμφυτες | τα | ορμέμφυτα |
| κλητική | ορμέμφυτοι | ορμέμφυτες | ορμέμφυτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
ορμέμφυτος, -η, -ο
- που εκδηλώνεται αυτόματα, παρορμητικά, ενστικτωδώς
- ※ Ὁ Βούκιος κι ὁ Λεωνής, ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα ποὺ ἀντίκρυσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, μισήθηκαν. Εἶταν ἕνα μίσος ὁρμέμφυτο, σκοτεινό, ἀναίτιο, ἀκατανόητο καὶ γιὰ τοῦτο τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα τὰ εἴδη τοῦ μίσους, ἕνα γνήσιο πάθος ὄπως ὁ ἀληθινός ἔρωτας.
- Γιώργος Θεοτοκάς, Λεωνής
- ≈ συνώνυμα: ενστικτώδης, (απροσχεδίαστος)
- ※ Ὁ Βούκιος κι ὁ Λεωνής, ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα ποὺ ἀντίκρυσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, μισήθηκαν. Εἶταν ἕνα μίσος ὁρμέμφυτο, σκοτεινό, ἀναίτιο, ἀκατανόητο καὶ γιὰ τοῦτο τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα τὰ εἴδη τοῦ μίσους, ἕνα γνήσιο πάθος ὄπως ὁ ἀληθινός ἔρωτας.
- (ουσιαστικοποιημένο) ορμέμφυτο: το ένστικτο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ορμέμφυτος
|
→ δείτε τη λέξη ενστικτώδης |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.