ορθοπεδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ορθοπεδικός | η | ορθοπεδική | το | ορθοπεδικό |
| γενική | του | ορθοπεδικού | της | ορθοπεδικής | του | ορθοπεδικού |
| αιτιατική | τον | ορθοπεδικό | την | ορθοπεδική | το | ορθοπεδικό |
| κλητική | ορθοπεδικέ | ορθοπεδική | ορθοπεδικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ορθοπεδικοί | οι | ορθοπεδικές | τα | ορθοπεδικά |
| γενική | των | ορθοπεδικών | των | ορθοπεδικών | των | ορθοπεδικών |
| αιτιατική | τους | ορθοπεδικούς | τις | ορθοπεδικές | τα | ορθοπεδικά |
| κλητική | ορθοπεδικοί | ορθοπεδικές | ορθοπεδικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ορθοπεδικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική orthopédique < orthopédie[1] + -ικός < αρχαία ελληνική ὀρθός + παῖς Η λέξη πρωτοδημιουργήθηκε από τον Γάλλο γιατρό Nicolas Andry από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις ὀρθός και παῖς, γιατί αρχικά αφορούσε επεμβάσεις σε παιδιά. Όταν αργότερα το πεδίο της ορθοπαιδικής διευρύνθηκε, η λέξη παρετυμολογικά από την αρχαία ελληνική λέξη πέδη άρχισε να γράφεται και με -ε-. Σήμερα και οι δύο γραφές θα μπορούσαν να θεωρηθούν σωστές. Και με -αι-, που διατηρεί την ιστορική ετυμολογική ορθογραφία, και η νεότερη προσαρμογή με -ε-.[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /oɾ.θo.pe.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐θο‐πε‐δι‐κός
Επίθετο
ορθοπεδικός, -ή, -ό
- (ιατρική) ο σχετικός με την αποκατάσταση κακώσεων στο μυοσκελετικό σύστημα
- ↪ ορθοπεδική κλινική
Ουσιαστικό
ορθοπεδικός αρσενικό
- (ιατρική,επάγγελμα) ο γιατρός που έχει ειδικευτεί στην αποκατάσταση κακώσεων του μυοσκελετικού συστήματος
- ορθοπαιδικός (δείτε την Ετυμολογία)
Συγγενικά
- ορθοπαιδικά
- ορθοπαιδική
- ορθοπαιδικώς
- → δείτε τις λέξεις ορθός και παιδί
Μεταφράσεις
επίθετο
Αναφορές
- ορθοπεδικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.