ορθοπαιδικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ορθοπαιδικά < ορθοπαιδικ(ός) + -ά
Μεταφράσεις
ορθοπαιδικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ορθοπαιδικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ορθοπαιδικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.