ορθοπαιδική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ορθοπαιδική | ||
| γενική | της | ορθοπαιδικής | ||
| αιτιατική | την | ορθοπαιδική | ||
| κλητική | ορθοπαιδική | |||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ορθοπαιδική: για τη γραφή με ⟨αι⟩ → δείτε τη λέξη ορθοπεδικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /oɾ.θo.pe.ðiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐θο‐παι‐δι‐κή
- ομόηχο: ορθοπαιδικοί
Μεταφράσεις
ορθοπαιδική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ορθοπαιδική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ορθοπαιδικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.