ορατόριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ορατόριο τα ορατόρια
      γενική του ορατόριου
& ορατορίου
των ορατόριων
& ορατορίων
    αιτιατική το ορατόριο τα ορατόρια
     κλητική ορατόριο ορατόρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορατόριο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὀρατόριον, (λόγιο δάνειο) ιταλική oratorio[1] < λατινική oratorius < orator < oro < os < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂er-

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ɾaˈto.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορατόριο

Ουσιαστικό

ορατόριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.