χορωδία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χορωδία | οι | χορωδίες |
| γενική | της | χορωδίας | των | χορωδιών |
| αιτιατική | τη | χορωδία | τις | χορωδίες |
| κλητική | χορωδία | χορωδίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ορχήστρα (μπροστά) και χορωδία (πίσω) σε συναυλία
Ετυμολογία
- χορωδία < αρχαία ελληνική χορῳδία < χορός + ᾠδή (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική chœur < λατινικά chorus < αρχαία ελληνική χορός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /xo.ɾoˈði.a/
Υπώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.