σκηνικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα σκηνικά
      γενική των σκηνικών
    αιτιατική τα σκηνικά
     κλητική σκηνικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκηνικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σκηνικός

Ουσιαστικό

σκηνικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σκηνικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.