κοστούμι

Νέα ελληνικά (el)

δύο άνθρωποι ντυμένοι με κοστούμια

Ετυμολογία

κοστούμι < ιταλική costume

Ουσιαστικό

κοστούμι ουδέτερο

(ενδυμασία) σύνολο ρούχων από το ίδιο ύφασμα, και την ίδια απόχρωση, που περιλαμβάνει παντελόνι, σακάκι και μερικές φορές γιλέκο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.