αφοπλισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφοπλισμένος η αφοπλισμένη το αφοπλισμένο
      γενική του αφοπλισμένου της αφοπλισμένης του αφοπλισμένου
    αιτιατική τον αφοπλισμένο την αφοπλισμένη το αφοπλισμένο
     κλητική αφοπλισμένε αφοπλισμένη αφοπλισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφοπλισμένοι οι αφοπλισμένες τα αφοπλισμένα
      γενική των αφοπλισμένων των αφοπλισμένων των αφοπλισμένων
    αιτιατική τους αφοπλισμένους τις αφοπλισμένες τα αφοπλισμένα
     κλητική αφοπλισμένοι αφοπλισμένες αφοπλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφοπλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αφοπλίζω

Μετοχή

αφοπλισμένος

  • άτομο ή μηχάνημα από το οποίο έχει αφαιρεθεί ο οπλισμός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.