ονοματολογικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ονοματολογικό τα ονοματολογικά
      γενική του ονοματολογικού των ονοματολογικών
    αιτιατική το ονοματολογικό τα ονοματολογικά
     κλητική ονοματολογικό ονοματολογικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ονοματολογικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ονοματολογικός

Ουσιαστικό

ονοματολογικό ουδέτερο

  • το ζήτημα της ονομασίας κάποιου (ανθρώπου, κράτους κ.λπ.)
    Επίσης σημείωσε ότι όσον αφορά το ονοματολογικό, θεωρεί ότι δεν υπάρχουν διαφορές στα οράματα μεταξύ ΠΓΔΜ και Ελλάδας και μίλησε για την ανάγκη διαφοροποίησης της ΠΓΔΜ και της Περιφέρειας της Μακεδονίας «και να τηρηθεί η αξιοπρέπεια και η ταυτότητα ώστε να διατηρηθούν τα σύνορα», όπως είπε. (*)

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ονοματολογικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.