ονοματολόγιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ονοματολόγιο | τα | ονοματολόγια |
| γενική | του | ονοματολόγιου & ονοματολογίου |
των | ονοματολόγιων & ονοματολογίων |
| αιτιατική | το | ονοματολόγιο | τα | ονοματολόγια |
| κλητική | ονοματολόγιο | ονοματολόγια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ονοματολόγιο < ονοματο(ς) + -λόγιο
Ουσιαστικό
ονοματολόγιο ουδέτερο
- κατάλογος ονομάτων
Μεταφράσεις
ονοματολόγιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.