ομφαλοσκοπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομφαλοσκοπία οι ομφαλοσκοπίες
      γενική της ομφαλοσκοπίας των ομφαλοσκοπιών
    αιτιατική την ομφαλοσκοπία τις ομφαλοσκοπίες
     κλητική ομφαλοσκοπία ομφαλοσκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομφαλοσκοπία < ομφαλός + -ο- + -σκοπία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική omphaloskepsis < αρχαία ελληνική ὀμφαλός + σκέψις

Ουσιαστικό

ομφαλοσκοπία θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα τού ομφαλοσκοπώ
  2. μέθοδος μαντικής που σχετίζεται με την εξέταση του ομφάλιου λώρου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.