ομφαλοσκοπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ομφαλοσκοπία | οι | ομφαλοσκοπίες |
| γενική | της | ομφαλοσκοπίας | των | ομφαλοσκοπιών |
| αιτιατική | την | ομφαλοσκοπία | τις | ομφαλοσκοπίες |
| κλητική | ομφαλοσκοπία | ομφαλοσκοπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ομφαλοσκοπία < ομφαλός + -ο- + -σκοπία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική omphaloskepsis < αρχαία ελληνική ὀμφαλός + σκέψις
Ουσιαστικό
ομφαλοσκοπία θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα τού ομφαλοσκοπώ
- μέθοδος μαντικής που σχετίζεται με την εξέταση του ομφάλιου λώρου
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ομφαλοσκοπία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.