ομφαλοσκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ομφαλοσκοπώ < ομφαλοσκόπος + -ώς < ομφαλοσκοπία < ομφαλός + -ο- + -σκοπία
Ρήμα
ομφαλοσκοπώ
- παρατηρώ τον ομφαλό μου για ώρα, επιχειρώντας να έρθω σε κατάσταση έκστασης
- (μεταφορικά, μειωτικό) ενδιαφέρομαι υπερβολικά για τον εαυτό μου, αδιαφορώντας για τους άλλους και μένοντας αδρανής και ενίοτε δεχόμενος μοιρολατρικά κάποια πράγματα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ομφαλοσκοπία, ομφαλός και σκοπός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ομφαλοσκοπώ | ομφαλοσκοπούσα | θα ομφαλοσκοπώ | να ομφαλοσκοπώ | ομφαλοσκοπώντας | |
| β' ενικ. | ομφαλοσκοπείς | ομφαλοσκοπούσες | θα ομφαλοσκοπείς | να ομφαλοσκοπείς | (ομφαλοσκόπει) | |
| γ' ενικ. | ομφαλοσκοπεί | ομφαλοσκοπούσε | θα ομφαλοσκοπεί | να ομφαλοσκοπεί | ||
| α' πληθ. | ομφαλοσκοπούμε | ομφαλοσκοπούσαμε | θα ομφαλοσκοπούμε | να ομφαλοσκοπούμε | ||
| β' πληθ. | ομφαλοσκοπείτε | ομφαλοσκοπούσατε | θα ομφαλοσκοπείτε | να ομφαλοσκοπείτε | ομφαλοσκοπείτε | |
| γ' πληθ. | ομφαλοσκοπούν(ε) | ομφαλοσκοπούσαν(ε) | θα ομφαλοσκοπούν(ε) | να ομφαλοσκοπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ομφαλοσκόπησα | θα ομφαλοσκοπήσω | να ομφαλοσκοπήσω | ομφαλοσκοπήσει | ||
| β' ενικ. | ομφαλοσκόπησες | θα ομφαλοσκοπήσεις | να ομφαλοσκοπήσεις | ομφαλοσκόπησε | ||
| γ' ενικ. | ομφαλοσκόπησε | θα ομφαλοσκοπήσει | να ομφαλοσκοπήσει | |||
| α' πληθ. | ομφαλοσκοπήσαμε | θα ομφαλοσκοπήσουμε | να ομφαλοσκοπήσουμε | |||
| β' πληθ. | ομφαλοσκοπήσατε | θα ομφαλοσκοπήσετε | να ομφαλοσκοπήσετε | ομφαλοσκοπήστε | ||
| γ' πληθ. | ομφαλοσκόπησαν ομφαλοσκοπήσαν(ε) |
θα ομφαλοσκοπήσουν(ε) | να ομφαλοσκοπήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ομφαλοσκοπήσει | είχα ομφαλοσκοπήσει | θα έχω ομφαλοσκοπήσει | να έχω ομφαλοσκοπήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ομφαλοσκοπήσει | είχες ομφαλοσκοπήσει | θα έχεις ομφαλοσκοπήσει | να έχεις ομφαλοσκοπήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ομφαλοσκοπήσει | είχε ομφαλοσκοπήσει | θα έχει ομφαλοσκοπήσει | να έχει ομφαλοσκοπήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ομφαλοσκοπήσει | είχαμε ομφαλοσκοπήσει | θα έχουμε ομφαλοσκοπήσει | να έχουμε ομφαλοσκοπήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ομφαλοσκοπήσει | είχατε ομφαλοσκοπήσει | θα έχετε ομφαλοσκοπήσει | να έχετε ομφαλοσκοπήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ομφαλοσκοπήσει | είχαν ομφαλοσκοπήσει | θα έχουν ομφαλοσκοπήσει | να έχουν ομφαλοσκοπήσει |
| |
Μεταφράσεις
ομφαλοσκοπώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.