ὀμφαλός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ὀμφαλός | οἱ | ὀμφαλοί |
| γενική | τοῦ | ὀμφαλοῦ | τῶν | ὀμφαλῶν |
| δοτική | τῷ | ὀμφαλῷ | τοῖς | ὀμφαλοῖς |
| αιτιατική | τὸν | ὀμφαλόν | τοὺς | ὀμφαλούς |
| κλητική ὦ! | ὀμφαλέ | ὀμφαλοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀμφαλώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀμφαλοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ὀμφαλός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃m̥bh- (παραλλαγές: *h₃enbh-, *h₃nebh-, *h₃nobh-). Συγγενές με τα (σανσκριτικά) नभ्य (nabhya), (λατινικά) umbilicus, (αγγλοσαξονικά) nafela (αγγλικά navel)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.